Νίκος Κοτζιάς: ένας επικίνδυνος υπουργός εξωτερικών
Μέχρι το περασμένο φθινόπωρο, ο Νίκος Κοτζιάς ήταν ένας ιδιαίτερα αθόρυβος υπουργός. Θέλετε επειδή τη χώρα απορροφούσε τα τελευταία χρόνια σχεδόν εξολοκλήρου το οικονομικό της πρόβλημα, θέλετε επειδή η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης ήταν ανύπαρκτη, καθότι terra incognita για το γνωστικό επίπεδο του πρωθυπουργού μας και μάλλον απρόσφορο πεδίο για κοντόθωρους πολιτικαντισμούς, κανείς δεν είχε αντιληφθεί τι ακριβώς έκανε επί τρία σχεδόν χρόνια ο κ. Κοτζιάς ως υπουργός των Εξωτερικών· ελάχιστα απασχόλησε τη δημοσιότητα όλο αυτό το διάστημα, ελάχιστες φορές πήρε τον λόγο στη βουλή, και ποτέ, όσο θυμάμαι, δεν μίλησε σε δημοσιογράφους ή έκανε κάποια ανακοίνωση για το έργο του υπουργείου του. Τους πρόσφυγες τους είχε αναλάβει ο Μουζάλας, τον απόδημο (κυρίως τον αφρικάνικο) Ελληνισμό ο Κουίκ, τις ευρωπαϊκές υποθέσεις η Αναγνωστοπούλου και ο Ξυδάκης, και τους Τούρκους ο Καμμένος. Ο Κοτζιάς απλώς … προήδρευε.
Και ξαφνικά, από το φθινόπωρο του 2017, ο Ν.Κ. εισβάλλει λαλίστατος και πληθωρικός στη δημόσια ζωή, και με σειρά ανακοινώσεων και συνεντεύξεων προεξοφλεί λύση του Σκοπιανού εντός του πρώτου εξαμήνου του 2018 (βλ. άρθρο Στ. Τζίμα στην Καθημερινή της 3/11/17). Και πράγματι· η έντονη διπλωματική δραστηριότητα που ακολούθησε κατέληξε στην «περίφημη» συμφωνία των Πρεσπών, με την οποία η Ελλάδα αναγνωρίζει την ΠΓΔΜ ως Βόρεια Μακεδονία, τους κατοίκους του γειτονικού κράτους ως Μακεδόνες (σκέτο), και την επίσημη γλώσσα τους ως Μακεδονική. Υπενθυμίζω στο σημείο αυτό ότι η αρχική θέση της ελληνικής πλευράς (εμφαντικά μάλιστα τονιζόμενη από τον κ. Κοτζιά) ήταν ότι η σύνθετη ονομασία της γειτονικής χώρας θα ήταν μια μόνο λέξη στη σλαβική γλώσσα και μάλιστα αμετάφραστη, Gornamacedonija, π.χ., όπως συχνά ακουγόταν (βλ. συνέντ. N.K. στην ΕΡΤ 29/1/18: «Στο Σκοπιανό έχει μεγάλη σημασία η λέξη που θα χρησιμοποιηθεί για τη Μακεδονία, σύνθετη -όπως έχουν συμφωνήσει όλοι-, αυτή να μην είναι στην αγγλική, να είναι στις γλώσσες αυτής της χώρας, στη σλαβική διάλεκτο, ας πούμε, και κατά προτίμηση αμετάφραστη, όπως για παράδειγμα η Σρι Λάνκα»). Η θέση αυτή όμως γρήγορα εγκαταλείφθηκε, διότι, όπως δήλωσε ο κ. Κοτζιάς, σε μια διαπραγμάτευση δεν τα παίρνει κανείς όλα, αλλά πρέπει να δώσει και κάτι για να υπάρξει συμφωνία. Σε κάθε περίπτωση, πρόσθεσε ο υπουργός, η επιτευχθείσα συμφωνία σαφώς ξεχωρίζει την ελληνική Μακεδονία, τη γλώσσα και τον πολιτισμό της από τη σλαβική Μακεδονία, γλώσσα και πολιτισμό των γειτόνων μας (άρθρο 7). Όμως, αν είναι και στην πραγματικότητα έτσι, αν δηλαδή οι Σκοπιανοί αποδέχονται ειλικρινά (και ψυχικά) αυτόν τον διαχωρισμό, πώς εξηγείται η επίμονη άρνησή τους να δεχτούν τη σλαβική (και αμετάφραστη) ονομασία του κράτους τους; Διερωτήθηκε καθόλου επ’ αυτού ο κ. Κοτζιάς ή κοιμάται ήσυχος επειδή έτσι λένε τα χαρτιά;
Σ’ ένα πρόσφατο πόνημα για το Μακεδονικό (Κ. Καρπόζηλος – Δ. Χριστόπουλος, 10+1 ερωτήσεις και απαντήσεις για το Μακεδονικό, εκδ. Πόλις, 2018) οι συγγραφείς, που εξετάζουν με νηφαλιότητα το πρόβλημα και μάλλον είναι υπέρ της της συμφωνίας των Πρεσπών, επισημαίνουν και το εξής: «Το ν’ αναζητάς την ενότητα μέσα από έναν μύθο [ενν. ο μύθος της καταγωγής των Σκοπιανών από τους αρχαίους Μακεδόνες, προκειμένου να διασφαλιστεί η σύνθεση της εθνοτικής ποικιλίας της χώρας τους], και υπό την προϋπόθεση ότι πειστικά δεν υπάρχουν αλυτρωτικές διαθέσεις, ίσως να μην είναι ιδιαίτερα ακανθώδες. Όμως η απόσταση μεταξύ της επιλογής ενός μύθου για εσωτερική κατανάλωση και της αξιοποίησης του ίδιου μύθου με το βλέμμα στραμμένο προς τα έξω δεν είναι μεγάλη. Και καμιά φορά γίνεται επικίνδυνο το βλέμμα αυτό για τους απέξω» (βλ. εφ. ΤΑ ΝΕΑ, 30/6-1/7 βιβλιοδρόμιο, σ. 7, τελευταία στήλη).
Ο κ. Κοτζιάς μας ανακοίνωσε επίσης, αποφασισμένος και περιχαρής, ότι μετά τις Πρέσπες σειρά έχει μια συμφωνία που θα διευθετεί τα χρονίζοντα ζητήματα μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Αν διαπραγματευτεί με την ίδια λογική και με τους Αλβανούς, με τη λογική δηλαδή ότι πρέπει να δώσεις και κάτι, αναρωτιέμαι γεμάτος ανησυχία, τι έχει αυτή τη φορά στον νου να δώσει. Καμιά αντίρρηση στην επιθυμία και προσπάθεια για επίλυση διπλωματικών εκκρεμοτήτων. Αλλά εάν οι σχετικές διαπραγματεύσεις συνεπάγονται ότι κάτι πρέπει να δώσουμε κι εμείς, δεν αντιλαμβάνομαι ούτε πώς ούτε γιατί οι τέτοιες επιλύσεις θεμάτων είναι προς το συμφέρον της χώρας. Η Τουρκία προσπαθεί εδώ και πολλά χρόνια να μας σύρει σε διαπραγματεύσεις για την επίλυση υποτιθέμενων ελληνοτουρκικών διαφορών, αλλά καμιά ελληνική κυβέρνηση ως τώρα δεν έχει αναγνωρίσει τέτοιες διαφορές (εκτός από το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας), και συνεπώς ορθότατα έχουν όλες αρνηθεί, παρά τις πιέσεις και της απειλές της γείτονος, να εμπλακούν στο γνωστό ανατολίτικο παζάρι του πάρε-δώσε. Προφανώς, ο κ. Κοτζιάς δεν ενστερνίζεται αυτή τη διπλωματική στάση, με αποτέλεσμα ένας ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να έχει μετατοπισθεί επικίνδυνα υπό την παρούσα κυβέρνηση.
Τέλος, η πρόσφατη υπόθεση με τη μάλλον καθ’ υπαγόρευση απέλαση Ρώσων διπλωματών (πότε άλλοτε απέλασε ξανά η Ελλάδα Ρώσους διπλωμάτες;) έδειξε ότι ο κ. Κοτζιάς αποφάσισε να ξεπεράσει σε λεονταρισμούς ακόμη και τον κ. Καμμένο· πιθανόν επειδή ο θεσμικός φανφαρόνος της συγκυβέρνησης αναμένεται να μας λείψει στο αμέσως προσεχές μέλλον. Υπονοώντας τις προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις, ο κ. Κοτζιάς μίλησε απαξιωτικά για διπλωματία του κοτετσιού, και απευθυνόμενος προς τις δύο υπερδυνάμεις ισχυρίστηκε πομπωδώς ότι «έχει περάσει πλέον η εποχή που θεωρούνταν διπλωματία το να κάνεις την κότα» (συνέντ. στο ΑΠΕ, 22/7/18). Και ποιος τεράστιος τα λέει αυτά; Ο υπουργός εξωτερικών μιας φοβισμένης κυβέρνησης που αποδέχτηκε την επίσημη «γκριζοποίηση» των Ιμίων (εμβολισμός πλοίου της ελληνικής ακτοφυλακής από τουρκικό πολεμικό σκάφος τον περασμένο Γενάρη), και που ο ίδιος προσωπικά δεν έχει βγάλει άχνα όλα αυτά τα χρόνια για τις ταπεινωτικές προκλήσεις των Τούρκων στο Αιγαίο. Παίζοντας εν ου παικτοίς (απειλεί, π.χ., την αντιπολίτευση με δημοσιοποίηση απόρρητων εγγράφων του υπουργείου του) και θριαμβολογώντας χωρίς αντίπαλο και αντικείμενο θριάμβου, ο Νίκος Κοτζιάς είναι ένας επικίνδυνος υπουργός εξωτερικών, όσες καμαρωτές δηλώσεις κι αν κάνει.
Τάσος Νικολαΐδης, Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης
Συντονιστής της Δημοκρατικής Πολιτείας